- κλειδοπίνακο
- τοείδος ξύλινου πιάτου που κλείνεται με ξύλινο κάλυμμα και χρησιμεύει για τη μεταφορά φαγητών έξω από το σπίτι: Εργάζεται στα χωράφια κι η γυναίκα του του πηγαίνει φαγητό στο κλειδοπίνακο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.